- ἰχθυῖ
- ἰχθύςmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἰχθύι — Ἰχθύϊ , Ἰχθύς masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθύι — ἰχθύϊ , ἰχθύς masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχθυῖ — Ἰχθύς masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κητούμαι — κητοῡμαι, όομαι (Α) [κήτος] γίνομαι κήτος («κητουμένῳ τῷ ἰχθύϊ», Αιλ.) … Dictionary of Greek
λεπίδα — η (AM λεπίς, ίδος) [λέπος] έλασμα τέμνοντος οργάνου, λ.χ. ξίφους, μαχαιριού, ξυραφιού κ.λπ. (α. «η λεπίδα τού μαχαιριού» 8. «λεπὶς πρίονος», Ορειβ.) νεοελλ. 1. το όργανο που φέρει τέτοιο έλασμα («ξυριστική λεπίδα» το ξυραφάκι) 2. βοτ. το ανώτερο… … Dictionary of Greek